- βάλανος
- (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως εμφανίζονται σε παλιρροϊκές ζώνες και σε βάθος 50-60 μ. Το σώμα τους έχει σχήμα κόλουρου κώνου και είναι ανοιχτό στη κορυφή. Το κέλυφός τους αποτελείται από έξι ζευγάρια ασβεστολιθικών πλακιδίων. Οι β. είναι ερμαφρόδιτοι. Τα αβγά τους βρίσκονται στα πλάγια του σώματος μέσα σε σάκους, στο βάθος της κοιλότητας του μανδύα που περιβάλλει το σώμα. Στο πρώτο στάδιο της ζωής τους κολυμπούν ελεύθερα και κατόπιν κολλούν σε ένα στερεό αντικείμενο και παραμένουν εκεί στο υπόλοιπο διάστημα της ζωής τους.
* * *η (AM βάλανος)1. το άκρο, το κεφάλι του πέους2. ονομασία γένους θυσανόποδων καρκινοειδών, βαλανίδι της θάλασσαςαρχ.-μσν.ο καρπός της βαλανιδιάς, βαλανίδιαρχ.1. η βαλανιδιά2. καρφί ή κομμάτι από σίδερο το οποίο περνούσε μέσα από την τρύπα του ξύλινου μοχλού, δηλ. της αμπάρας της θύρας και τον στερέωνε στην παραστάδα3. η καθαρτική βάλανος, «ἐκ στέατος καὶ λίτρου», που χρησιμοποιούσαν για υποκλυσμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < *gwol-әno-. Η λ. συνδέεται με το αρμ. kαtin (γεν. kαtnoy) με διαφορετικό επίθημα *-eno- έναντι του ελλ. -∂ηο (-ņmo-) καθώς και με (τους οδοντικά παρεκτεταμένους τύπους και από άλλη βαθμίδα της ρίζας *gwel-»βαλανιδιά»), λατ. glāns, (-ndis), αρχ. σλαβ. želodĭ, αλβ. lend και —με απόκλιση στον σχηματισμό— λιθ. ğilė. Η υπόθεση συσχετισμού αυτών των λέξεων με το βάλλω δεν έχει ισχυρή βάση.ΠΑΡ. αρχ. βαλανίδιον, βαλανίζω, βαλανίς, βαλανώ, βαλανώδηςαρχ.-μσν.βαλάνιον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. βαλανάγρα, βαλανηφάγος, βαλανηφόρος, βαλανοδόκη(Β' συνθετικό) αρχ. αγριοβάλανος, αντιβάλανος, διοσβάλανος, δρυοβάλανος, μονοβάλανος, μυροβάλανος, πεντεβάλανος, πρινοβάλανος, φοινικοβάλανος, χαμαιβάλανος, χρυσοβάλανος].
Dictionary of Greek. 2013.